- καρδερίνα
- η(λ. ιταλ.), ωδικό πτηνό, γαρδέλι: Έχει στο κλουβί μια καρδερίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρδερίνα ή γαρδέλι — (Carduelis carduelis). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Ν του 61ου παράλληλου, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Μεταναστεύει προς το τέλος του φθινοπώρου από τις βόρειες περιοχές σε ζώνες με… … Dictionary of Greek
καρδερίνα — η κοινή ονομασία τού ωδικού στρουθιόμορφου πτηνού τού είδους Carduelis carduelis τής οικογένειας Fringillidae, αλλ. γαρδέλ(λ)ι ή καρδέλ(λ)ι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardellino] … Dictionary of Greek
ακανθίς — Βλ. λ. καρδερίνα. * * * ἀκανθὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis) 2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες τού φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168) 3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη… … Dictionary of Greek
στραγαλίνος — και στραγάλινος, ὁ, Α το πουλί καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀστραγαλῖνος «καρδερίνα» (πιθ. < ἀστράγαλος)] … Dictionary of Greek
ακανθυλλίς — ἀκανθυλλὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα 2. ο ασφάραγος. [ΕΤΥΜΟΛ. υποκοριστ. τής λ. ακανθίς*] … Dictionary of Greek
γαρδέλι — το και γαρδέλα, η η καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gardello < λατ. carduelis] … Dictionary of Greek
καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… … Dictionary of Greek
καρδέλ(λ)ι — και γαρδέλ(λ)ι, το καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. γαρδέλι] … Dictionary of Greek
καρδελ(λ)όχορτο — και καρδιλόχορτο, το είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδέλ(λ)ι «καρδερίνα» + χορτο < χόρτο (πρβλ. αγριό χορτο, σκορπιδό χορτο)] … Dictionary of Greek
σγαρδέλι — το, Ν το γαρδέλι, η καρδερίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαρδέλι, με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος: σβώλος)] … Dictionary of Greek